Η Ελλάδα Στεγνώνει: Το Υδρολογικό Έτος 2024 – 2025 και η Απειλή της Λειψυδρίας (Όλα τα στοιχεία)

You are currently viewing Η Ελλάδα Στεγνώνει: Το Υδρολογικό Έτος 2024 – 2025 και η Απειλή της Λειψυδρίας (Όλα τα στοιχεία)
 
Η Ελλάδα βιώνει τα τελευταία χρόνια μια σταθερή μετατόπιση στο υδρολογικό και κλιματικό της πρότυπο, με τα φαινόμενα παρατεταμένης ξηρασίας και ελλειμματικής βροχόπτωσης να εντείνονται τόσο σε έκταση όσο και σε συχνότητα. Η υδρολογική περίοδος 2024-2025 επιβεβαίωσε την τάση αυτή, καθώς οι συνολικές βροχοπτώσεις στη χώρα παρουσίασαν αισθητή υστέρηση σε σχέση με τον κλιματικό μέσο όρο της 30ετίας 1991–2020. Σύμφωνα με δεδομένα του ευρωπαϊκού κλιματικού προγράμματος Copernicus και της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας (ΕΜΥ), σε αρκετές περιοχές της Κεντρικής και Νότιας Ελλάδας καταγράφηκαν αρνητικές αποκλίσεις υετού που έφτασαν ή και ξεπέρασαν το -40%, ιδιαίτερα κατά την κρίσιμη περίοδο του χειμώνα και της άνοιξης.
 
Η μεταβολή αυτή δεν αποτελεί μια συγκυριακή ανωμαλία, αλλά εντάσσεται σε μια ευρύτερη κλιματική δυναμική. Ήδη από την 5η Έκθεση Αξιολόγησης του IPCC (AR6), επισημαίνεται ότι η περιοχή της Μεσογείου – στην οποία εντάσσεται και η Ελλάδα – αποτελεί ένα από τα βασικά «hotspots» της κλιματικής αλλαγής, με προβλεπόμενη μείωση του συνολικού υετού έως και 20% έως τα μέσα του αιώνα, και με μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης παρατεταμένων ξηρών περιόδων. Παράλληλα, η αύξηση της θερμοκρασίας επιτείνει την εξάτμιση και τη μείωση των υδατικών αποθεμάτων, ενισχύοντας το φαινόμενο της υδρολογικής λειψυδρίας.
 
Οι επιπτώσεις δυστυχώς είναι ήδη μετρήσιμες. Στα μεγάλα υδροδοτικά συστήματα της χώρας, και κυρίως σε εκείνα που εξυπηρετούν την Αττική, παρατηρείται μείωση των αποθεμάτων, η οποία προκαλεί εύλογο προβληματισμό για την επάρκεια του νερού τα επόμενα έτη. Ειδικότερα, οι λίμνες Μόρνου και Υλίκης – που αποτελούν τους βασικούς υδατοταμιευτήρες της πρωτεύουσας – εμφανίζουν μειωμένη αναπλήρωση σε σχέση με τις ιστορικές τιμές.
 
Στο παρόν άρθρο, επιχειρούμε μια συστηματική ανάλυση της πρόσφατης πορείας των βροχοπτώσεων στην Ελλάδα με τη βοήθεια υετικών χαρτών και ποσοτικών αποκλίσεων, ενώ στη συνέχεια εξετάζουμε την κατάσταση των βασικών υδατικών αποθεμάτων της Αττικής με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα της ΕΥΔΑΠ. Τέλος, θέτουμε το ερώτημα που απασχολεί ολοένα και περισσότερο ειδικούς και πολίτες: αν συνεχιστεί η παρούσα ανομβρία, πόσο χρόνο έχει η Αττική πριν βρεθεί αντιμέτωπη με ένα πραγματικό πρόβλημα λειψυδρίας;
 
Το υδρολογικό έτος 2023 – 2024
Το υδρολογικό έτος 2023–2024 (Οκτώβριος 2023 – Σεπτέμβριος 2024) καταγράφηκε ως ένα από τα ξηρότερα και θερμότερα των τελευταίων δεκαετιών για τη χώρα μας, επιβεβαιώνοντας τις ανησυχητικές κλιματικές προβλέψεις για την Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα, βιώνει σταθερά πλέον τις επιπτώσεις ενός θερμότερου και ξηρότερου κλίματος – και το πρόσφατο υδρολογικό έτος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νέας κανονικότητας.
 
Κατά τη διάρκεια του έτους, οι βροχοπτώσεις στην Ελλάδα κυμάνθηκαν σημαντικά κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα. Σύμφωνα με στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κλιματικού Προγράμματος Copernicus και της ΕΜΥ, περιοχές της Κεντρικής, Νότιας και Ανατολικής Ελλάδας παρουσίασαν ετήσιες αρνητικές αποκλίσεις υετού έως και -10% σε σχέση με τον μέσο όρο της περιόδου 1991–2024. Ιδιαίτερα οι χειμερινοί και ανοιξιάτικοι μήνες, που θεωρούνται κρίσιμοι για την αναπλήρωση των ταμιευτήρων και του υδροφόρου ορίζοντα, ήταν φτωχοί σε βροχοπτώσεις, γεγονός που επηρέασε δραστικά την ποσότητα των αποθεμάτων.
 
 
Την ίδια στιγμή, το καλοκαίρι του 2024 καταγράφηκε ως το θερμότερο στην ιστορία της χώρας. Ο Ιούνιος και ο Ιούλιος σημείωσαν θερμοκρασιακά ρεκόρ, ενώ ο Αύγουστος ήταν ο δεύτερος θερμότερος από το 2010 για ορισμένα γεωγραφικά διαμερίσματα και ο θερμότερος από το 2010 για τα υπόλοιπα. Η συνδυασμένη επίδραση της υψηλής θερμοκρασίας και της μειωμένης υετοφορίας επιδείνωσε την εδαφική ξηρασία, αύξησε την εξάτμιση και ενίσχυσε την ευπάθεια του οικοσυστήματος.
 
Επιπτώσεις σε Ταμιευτήρες & Υδροφορείς
Η μειωμένη υετοφορία και η αυξημένη εξάτμιση είχαν άμεσο αντίκτυπο στις επιφανειακές και υπόγειες υδατικές αποθήκες. Πολλοί φυσικοί ταμιευτήρες, όπως η Λίμνη Υλίκη και ο Μόρνος, παρουσίασαν μειωμένη αναπλήρωση σε σχέση με προηγούμενα έτη. Επιπλέον, η Λίμνη Πικρολίμνη στη βόρεια Ελλάδα – που είναι κλειστός υδροταμιευτήρας – έχει πλέον σχεδόν αποξηρανθεί.
 
Το Υδρολογικό Έτος 2024–2025
Το υδρολογικό έτος 2024–2025 (Οκτώβριος 2024 έως Ιούλιος 2025) εξελίσσεται με ιδιαίτερα ανησυχητικά χαρακτηριστικά για την Ελλάδα. Παρά τη διακεκομμένη εμφάνιση έντονων κακοκαιριών τους πρώτους μήνες, το γενικό υετικό ισοζύγιο παραμένει αρνητικό, με αρκετές περιοχές να βρίσκονται ήδη υπό καθεστώς σοβαρής υδρολογικής πίεσης. Η εικόνα επιβαρύνεται περαιτέρω από τις εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες και την εντεινόμενη εδαφική ξηρασία.
 
Από την έναρξη του υδρολογικού έτους τον Οκτώβριο του 2024, τα δεδομένα καταδεικνύουν μια σαφή τάση ελλειμματικών βροχοπτώσεων σε μεγάλο μέρος της χώρας. Παρά την εμφάνιση κάποιων διαδοχικών συστημάτων κακοκαιρίας το φθινόπωρο και τον χειμώνα, η συνολική υετική συνεισφορά ήταν ανεπαρκής για την αναπλήρωση των εδαφών και των ταμιευτήρων.
 
Ενδεικτικά:
Τον Ιανουάριο 2025 οι υετικές συνθήκες ήταν φτωχές, με άνιση κατανομή και περιορισμένη ωφέλεια για την ύπαιθρο.
Ο Μάρτιος 2025 ήταν εξαιρετικά ξηρός για μεγάλο μέρος της χώρας.
Η Αττική και μεγάλο μέρος της Ανατολικής Στερεάς και Πελοποννήσου κατέγραψαν συνολικές απώλειες υετού της τάξης του −45% έως −50%, ακόμη και μετά την καταγραφή σημαντικών ημερήσιων φαινομένων τον χειμώνα.
Η Λίμνη Πικρολίμνη στη Βόρεια Ελλάδα, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, εμφάνισε πλήρη αποξήρανση λόγω της παρατεταμένης ανομβρίας.
 
Θερμοκρασιακά Ρεκόρ και Εξάτμιση
Η θερμοκρασιακή συμπεριφορά του έτους ενίσχυσε περαιτέρω την εδαφική ξηρασία και τις ανάγκες υδατικής κατανάλωσης. Ο Ιούνιος 2025 καταγράφηκε ως ο δεύτερος θερμότερος Ιούνιος στην ιστορία της Ελλάδας, πίσω μόνο από τον Ιούνιο 2024. Σύμφωνα με το Copernicus Climate Service, η μέση θερμοκρασία στην Ανατολική Μεσόγειο κινήθηκε κατά +2,7°C πάνω από τα φυσιολογικά επίπεδα, με τη χώρα να επηρεάζεται έντονα από θερμές εισβολές αφρικανικής προέλευσης.
 
Οι αυξημένες θερμοκρασίες είχαν ως συνέπεια:
Την σημαντική εξάτμιση από ταμιευτήρες και επιφανειακά ύδατα.
Την περαιτέρω μείωση της υγρασίας εδάφους, ιδιαίτερα σε περιοχές με περιορισμένη φυτοκάλυψη.
Την δημιουργία ιδανικών συνθηκών για εξάπλωση πυρκαγιών και υποβάθμιση των φυσικών οικοσυστημάτων.
 
Τα Ελληνικά δάση στεγνώνουν
Η παρατεταμένη ξηρασία των τελευταίων ετών δεν επιβαρύνει μόνο τα αποθέματα νερού και τη γεωργία, αλλά απειλεί άμεσα και τα φυσικά οικοσυστήματα της Ελλάδας, με τα δάση να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του κινδύνου. Καθώς το έδαφος χάνει σταδιακά την υγρασία του και τα ύψη των βροχοπτώσεων υπολείπονται των κανονικών τιμών, τα δέντρα αδυνατούν να διατηρήσουν τις ζωτικές τους λειτουργίες, οδηγώντας ολόκληρα οικοσυστήματα σε εκφυλισμό.
 
 
Η έλλειψη νερού προκαλεί σοβαρή φυσιολογική καταπόνηση στα δέντρα. Το φύλλωμα γίνεται αραιό, η ανάπτυξη αναστέλλεται, ενώ τα βαθύτερα στρώματα του εδάφους, που κανονικά αποθηκεύουν νερό για τους καλοκαιρινούς μήνες, παραμένουν ξηρά. Η υποβλάστηση — θάμνοι, πόες και νεαρά φυτά — μαραίνεται, αυξάνοντας την ευφλεκτότητα των δασών και καταργώντας τη φυσική τους αναγεννητική ικανότητα.
 
Η ξηρασία έχει οδηγήσει σε περιστατικά εκτεταμένων δενδροθανάτων, κυρίως σε πευκοδάση της νότιας Ελλάδας. Ειδικά τα είδη της χαλέπιας πεύκης και της τραχείας πεύκης, παρότι είναι σχετικά ανθεκτικά, δυσκολεύονται να επιβιώσουν μετά από διαδοχικά έτη υδρολογικής πίεσης.
 
Σε τέτοιες συνθήκες, τα αδύναμα δέντρα γίνονται ευάλωτα σε παράσιτα, όπως ο φλοιοφάγος κάνθαρος Tomicus piniperda, ο οποίος προκαλεί μαζική αποξήρανση σε εκτάσεις ολόκληρες, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί σε περιοχές της Αττικής και της Εύβοιας.
 
Τα φαινόμενα αυτά δεν περιορίζονται ωστόσο μόνο στη νότια Ελλάδα. Στα υποαλπικά δάση της Ροδόπης και της Πίνδου, η ελάττωση των χιονοπτώσεων και η επιμήκυνση των ξηρών περιόδων θέτουν σε κίνδυνο ακόμη και τα οικοσυστήματα που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν πιο ανθεκτικά. Η μεταβολή των μικροκλιματικών συνθηκών, με υψηλότερες θερμοκρασίες και μειωμένη σχετική υγρασία, διαταράσσει την ισορροπία ανάμεσα σε φυτικά και ζωικά είδη και ενδέχεται να οδηγήσει σε σταδιακή εξαφάνιση ευαίσθητων οργανισμών.
 
Παράλληλα, η απώλεια φυτοκάλυψης σε συνδυασμό με την ένταση της ξηρασίας ενισχύει τον κίνδυνο πυρκαγιών. Τα δάση, αποδυναμωμένα και εύφλεκτα, μετατρέπονται σε εύκολη λεία για κάθε σπίθα. Η καταστροφή τους, με τη σειρά της, μειώνει την ικανότητα του εδάφους να συγκρατεί νερό, ενώ επιταχύνει τη διάβρωση και την ερημοποίηση. Είναι ένας φαύλος κύκλος: η ξηρασία σκοτώνει τα δάση, και τα νεκρά δάση επιδεινώνουν τη ξηρασία.
 
Η οικολογική σημασία των δασών — ως απορροφητές διοξειδίου του άνθρακα, ρυθμιστές της θερμοκρασίας, δεξαμενές βιοποικιλότητας και φυσικά “σφουγγάρια” νερού — είναι ζωτικής σημασίας για τη βιωσιμότητα της ελληνικής υπαίθρου. Όμως χωρίς στοχευμένη διαχείριση, επαναδασώσεις με ανθεκτικά είδη και σοβαρή παρακολούθηση της κατάστασης των οικοσυστημάτων, η ζημιά μπορεί να καταστεί μη αναστρέψιμη.
 
‘’Η εικόνα είναι πια γνώριμη: ξερά έλατα και πεύκα, βουβοί κορμοί στα σημεία όπου κάποτε φύτρωνε ζωή. Τα ελληνικά δάση ζουν μια κρίσιμη στιγμή επιβίωσης. Οι εκτεταμένες ξηράνσεις που παρατηρούνται την τελευταία δεκαετία, σε περιοχές όπως ο Παρνασσός, ο Ταΰγετος, ο Χελμός, και η Πάρνηθα, συνδέονται άμεσα με την κλιματική αλλαγή και τις ακραίες συνθήκες που προκαλεί.‘’ αναφέρει στο climatebook.gr η Δρ. Ευαγγελία Αβραμίδου, δασολόγος, Κύρια Ερευνήτρια στη Δασική Γενετική κα ιΒελτίωση Δασοπονικών Ειδών στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ
 
Η Υδροδοτική Κατάσταση της Αττικής: Ένα Σύστημα υπό Πίεση
Η Αττική αποτελεί την πολυπληθέστερη περιφέρεια της χώρας και φιλοξενεί περίπου το 35% του πληθυσμού της Ελλάδας. Η καθημερινή της υδροδοσία εξαρτάται από ένα ευρύ, σύνθετο και ενεργοβόρο σύστημα μεταφοράς και αποθήκευσης νερού, το οποίο συνδέει τις μεγάλες φυσικές λίμνες Μόρνου και Υλίκης, καθώς και συμπληρωματικά υδροληπτικά σημεία και γεωτρήσεις.
 
 
Ωστόσο, όπως και η υπόλοιπη χώρα, έτσι και η Αττική δεν μένει ανεπηρέαστη από τις συνέπειες της παρατεταμένης ξηρασίας και των μεταβαλλόμενων υδρολογικών συνθηκών. Τα αποθέματα των ταμιευτήρων εμφανίζουν ανησυχητική πτωτική πορεία, ενώ η ανανέωσή τους – που εξαρτάται από τα χιόνια και τις βροχές των χειμερινών και ανοιξιάτικων μηνών – ήταν περιορισμένη και κατά τη φετινή περίοδο.
 
Τι δείχνουν τα επίσημα στοιχεία
Όλα τα τελευταία στοιχεία που είναι διαθέσιμα αυτή τη χρονική στιγμή από τους επίσημους φορείς φαίνεται πως επιβεβαιώνουν τα προαναφερθέντα σχετικά με την πίεση που δέχεται το σύστημα της ύδρευσης στην Αττική.
 
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει να δούμε τον συγκριτικό πίνακα που βρίσκεται αναρτημένος στην επίσημη ιστοσελίδα της ΕΥΔΑΠ, και δείχνει την σημαντική μείωση της συνολικής ποσότητας νερού στους ταμιευτήρες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.
 
 
Ανησυχητικό είναι το γεγονός πως από την αρχή του υδρολογικού έτους (01/10/2024) έχουμε μια μείωση των αποθεμάτων περίπου κατά 106 εκ. κυβικά, ενώ από το 2015 η μείωση είναι πολύ μεγαλύτερη αγγίζοντας τα 787,5 εκ. κυβικά!
 
Μάλιστα, είναι εντυπωσιακό να δούμε ότι την ίδια μέρα πριν από έναν χρόνο ακριβώς, τα συνολικά αποθέματα ανέρχονταν κοντά στα 772 εκ. κυβικά, σχεδόν 241 εκ. κυβικά περισσότερα δηλαδή απ’ ότι φέτος.
 
Παράλληλα, αν δούμε τον ρυθμό μείωσης των αποθεμάτων τα τελευταία 3 χρόνια θα δούμε μια ετήσια μείωση κοντά στα 200 – 250 εκ. κυβικά.
 
Είναι αυτονόητο λοιπόν, ότι αν δεν έχουμε περισσότερες βροχοπτώσεις το επόμενο διάστημα, τότε σε πολύ λίγα χρόνια (2-3 χρόνια) θα είμαστε ξανά στο χείλος του γκρεμού, όπως και το 1993. Όλο το βάρος της προσοχής μας πλέον πέφτει στους επόμενους μήνες (Φθινόπωρο / Χειμώνας 2025 – 2026) καθώς είναι πολύ βασικό να υπάρξει αύξηση των βροχοπτώσεων αλλά και των χιονοπτώσεων στα ορεινά της χώρας, πριν να είναι πια αργά.
 
Παρακάτω παρουσιάζεται η πτωτική πορεία των αποθεμάτων και διαγραμματικά, όπως έχει αναρτηθεί επισήμως στην ιστοσελίδα της ΕΥΔΑΠ.
 
 
 
Στο πρώτο διάγραμμα που δείχνει την κατάσταση των αποθεμάτων από το1985 έως σήμερα, η πτωτική πορεία είναι φανερή, ενώ στο δεύτερο διάγραμμα, η σύγκριση της φετινής χρονιάς με την περσινή (που ήταν εξίσου θλιβερή υδρολογικά), το 2019 όπως και το 1993 μιλάει από μόνη της
 
Συμπεράσματα – Επίλογος
Το υδρολογικό έτος 2024–2025 επιβεβαιώνει, με τρόπο αδιαμφισβήτητο, πως η Ελλάδα εισέρχεται σε μια περίοδο αυξημένης υδρολογικής αστάθειας και μειούμενων υδατικών αποθεμάτων. Η συστηματική αρνητική απόκλιση των βροχοπτώσεων από τον κλιματικό μέσο όρο, οι περιορισμένες χιονοπτώσεις, η πτώση της στάθμης στις βασικές τεχνητές λίμνες και η αφανής αλλά προοδευτική κατάρρευση των δασικών οικοσυστημάτων συνθέτουν ένα τοπίο ασυνήθιστης πίεσης για τη χώρα.
 
Η Αττική, με πληθυσμό που υπερβαίνει τα 4 εκατομμύρια και με εξάρτηση από υδάτινα συστήματα εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός ευάλωτου μητροπολιτικού κέντρου. Τα αποθέματα νερού στις βασικές λίμνες που την υδροδοτούν φθίνουν, ενώ η ανομβρία καθιστά αβέβαιη την επάρκεια για τα επόμενα έτη, αν δεν υπάρξει σημαντική μεταβολή στις υδρολογικές συνθήκες.
 
Την ίδια στιγμή, τα ελληνικά δάση, αν και σιωπηλοί μάρτυρες αυτής της κρίσης, καταρρέουν υπό το βάρος της ξηρασίας, της θερμικής καταπόνησης και της μειωμένης αναγέννησης. Η απώλεια φυτοκάλυψης και βιοποικιλότητας δεν είναι απλώς αισθητικό ή οικολογικό πρόβλημα – είναι μια άμεση απειλή για τη φυσική ισορροπία, τη συγκράτηση υδάτων, τη ρύθμιση του μικροκλίματος και την πρόληψη των πυρκαγιών.
 
Μπροστά σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, η ανάγκη για στοχευμένη στρατηγική διαχείρισης των υδάτων, ενίσχυση των ταμιευτήρων, προστασία των δασικών οικοσυστημάτων και επενδύσεις σε τεχνολογίες εξοικονόμησης και ανακύκλωσης νερού, δεν αποτελεί πλέον πολυτέλεια ή θεωρητική άσκηση. Είναι ζήτημα επιβίωσης — τόσο για τις φυσικές ισορροπίες της χώρας, όσο και για τις ανθρώπινες κοινότητες που τις κατοικούν.
 
Η Ελλάδα, ως μεσογειακή χώρα στην πρώτη γραμμή της κλιματικής αλλαγής, οφείλει να μετατρέψει την απειλή σε ευκαιρία για μετασχηματισμό. Όχι απλώς για να αντιμετωπίσει την επόμενη ξηρή χρονιά — αλλά για να αντέξει τις επόμενες δεκαετίες.
 
Με πληροφορίες από: Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών / meteo.gr , Εθνικό Δίκτυο Παρακολούθησης Ξηρασίας (EDO – Copernicus), ΕΥΔΑΠ – Ημερήσια και μηνιαία δεδομένα ταμιευτήρων, Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία – ΕΜΥ , Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων (ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ), climatebook.gr
 
Επιμέλεια άρθρου:
 
Δ. Ντόβας, Προγνώστης καιρού με πιστοποίηση από το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο
 
Χ. Γκουλέκας, Μαθηματικός – Μετεωρολόγος από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
 
Όλες οι καιρικές εξελίξεις βρίσκονται εδώ! Βρείτε αναλυτικά όλες τις προγνώσεις μας μέσα από την ιστοσελίδα μας ή από το instagram @weathercompass.gr .
 
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του παρόντος άρθρου, χωρίς αναφορά, με ενεργό σύνδεσμο (link) weathercompass.gr.

Αφήστε μια απάντηση